- καλολάϊγξ
- κᾰλολάϊγξ [pron. full] [λᾱ], ϊγγος, ἡ,A beautiful pebble, Tz.H.7.254.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλολάιγξ — καλολάιγξ, ιγγος, ἡ (Μ) ωραία ψηφίδα, όμορφο πετραδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + λάιγξ, γγος, ἡ «μικρός λίθος»] … Dictionary of Greek